- Μάγε
- Μάγοςone of the priests and wise men in Persiamasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάγε — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαγέ, Αλέξις — (Alexis Maillet ή Maille, Γαλλία 1794 – Ναυαρίνο 1833). Γάλλος φιλέλληνας. Πριν έρθει στην Ελλάδα, το 1825, ήταν αξιωματικός του γαλλικού στρατού. Στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τον Φαβιέρο για την εκγύμναση των αγωνιστών που κατατάχτηκαν στον… … Dictionary of Greek
μάγε(ι)ρας — ο και μάγειρος, ο θηλ. μαγείρισσα αυτός που φτιάχνει φαγητά, που μαγειρεύει: Αυτός είναι ο μάγειρας του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυννομαγερία — και θυννομαγειρία και θυννομαγερεία, ἡ (Μ) φαγητό από τόν(ν)ο, μαγειρεμένος τόν(ν)ος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + μαγε(ι)ρ(ε)ία «μαγειρεμένο φαγητό» (< μαγειρεύω)] … Dictionary of Greek